Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρωπικίασμα — το, Ν [υδρωπικιάζω] το αποτέλεσμα τού υδρωπικιάζω … Dictionary of Greek